δακτυλόδεικτος

δακτυλόδεικτος
δακτῠλό-δεικτος, ον,
A pointed at with the finger,

μέλαθρα A.Ag.1332

(lyr.), cf. PLond.ined.1821.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δακτυλόδεικτος — δακτυλόδεικτος, ον (AM) εκείνος τον οποίο δείχνουν με το δάχτυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + δεικτος < δείκνυμι] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλόδεικτος — η, ο διάσημος, περίφημος, δακτυλοδεικτούμενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλοδείκτως — δακτυλόδεικτος pointed at with the finger adverbial δακτυλόδεικτος pointed at with the finger masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλόδεικτον — δακτυλόδεικτος pointed at with the finger masc/fem acc sg δακτυλόδεικτος pointed at with the finger neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλοδείκτων — δακτυλόδεικτος pointed at with the finger masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”